- αλεκτρυονώδης
- ἀλεκτρυονώδης, -ες (Α)βλ. αλεκτρυώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλεκτρυονώδης — like a cock masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀλεκτρυονώδης like a cock masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀλεκτρυονώδης like a cock masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεκτρυονῶδες — ἀλεκτρυονώδης like a cock masc/fem voc sg ἀλεκτρυονώδης like a cock neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεκτρυονώδεις — ἀλεκτρυονώδης like a cock masc/fem acc pl ἀλεκτρυονώδης like a cock masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεκτρυώδης — ἀλεκτρυώδης και ἀλεκτρυονώδης, ες (Α) [ἀλεκτρυών] ερωτιάρης σαν κόκορας «πρὸς ἡδονὰς ἀλεκτρυώδης» … Dictionary of Greek